- υποπορευομαι
- ὑποπορεύομαιὑπο-πορεύομαιтайно проходить, незаметно проникать
(διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ὑποπορευόμενα — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορευόμενοι — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορεύεσθαι — ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορεύσεις — ὑποπόρευσις underground way fem nom/voc pl (attic epic) ὑποπόρευσις underground way fem nom/acc pl (attic) ὑποπορεύομαι go secretly aor subj act 2nd sg (epic) ὑποπορεύομαι go secretly fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπόρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑποπορεύομαι] υπόγεια πορεία … Dictionary of Greek